Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

Η αντισυνταγματικότητα του μέτρου της διαθεσιμότητας των δημόσιων υπαλλήλων

Η ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (με αφορμή το πρόσφατο παράδειγμα της κατηγορίας ΙΔΑΧ ΔΕ Διοικητικού - Λογιστικού)
ΝΟΜΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ
Του Διδάκτορος Νομικής - Δικηγόρου Αθηνών, Ηλία Δ. Κολλύρη
Ι. Νομοθετικό πλαίσιο του καθεστώτος της διαθεσιμότητας
Με την υποπαράγραφο Ζ.2. του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 προβλέφθηκε ότι:
1. Μόνιμοι πολιτικοί υπάλληλοι του Δημοσίου, ανεξάρτητων αρχών, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού οι θέσεις των οποίων καταργούνται, τίθενται σε διαθεσιμότητα. Αν καταργούνται ορισμένες μόνο θέσεις του ίδιου κλάδου, οι υπάλληλοι που τίθενται σε διαθεσιμότητα προσδιορίζονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις (άρθρο 154 παρ. 2 Υπαλληλικού Κώδικα, άρθρο 158 παρ. 2 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων). Οι υπάλληλοι αυτοί μπορεί κατά την διάρκεια της διαθεσιμότητάς τους:
α) Να μετατάσσονται εκουσίως, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις (άρθρο 154 παρ. 4 Υπαλληλικού Κώδικα, άρθρο 158 παρ. 4 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων).
β) Να μετατάσσονται υποχρεωτικά ή να μεταφέρονται με μεταβολή της υπηρεσιακής τους σχέσης σε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου κατά τη διαδικασία της προηγούμενης υποπαραγράφου για το συμφέρον και τις ανάγκες της υπηρεσίας και ιδίως για την καλύτερη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού. Με την έκδοση της πράξης μετάταξης ή μεταφοράς και μεταβολής της σχέσης εργασίας αίρεται αυτοδίκαια το καθεστώς της διαθεσιμότητας.
γ) Να τοποθετούνται για την κάλυψη προσωρινών αναγκών σε οποιαδήποτε υπηρεσία του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. ή οποιουδήποτε φορέα του δημόσιου τομέα με τη διαδικασία του άρθρου 5 του ν. 4024/2011. Οι πράξεις προσωρινής τοποθέτησης της περίπτωσης αυτής εκδίδονται από τον Υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Σε περίπτωση μη εμφάνισης του υπαλλήλου εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη της περίπτωσης 5 της προηγούμενης υποπαραγράφου. 
δ) Να υπάγονται σε ειδικά προγράμματα επαγγελματικής επανεκπαίδευσης ή επανακατάρτισης.
2. Η διαθεσιμότητα της προηγούμενης περίπτωσης διαρκεί ένα (1) έτος και στον υπάλληλο καταβάλλονται τα τρία τέταρτα των αποδοχών του, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
3. Οι ρυθμίσεις των περιπτώσεων 1 και 2 εφαρμόζονται αναλόγως στους υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, καθώς και στους υπαλλήλους των φορέων της υποπαραγράφου Ζ.1.1.β, οι θέσεις των οποίων καταργούνται. 
4. Η υπηρεσιακή σχέση των μόνιμων υπαλλήλων που βρίσκονται σε καθεστώς διαθεσιμότητας, καθώς και η σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των υπαλλήλων της περίπτωσης 3, εφόσον δεν μεταταχθούν ή μεταφερθούν, λύεται με τη λήξη του καθεστώτος της διαθεσιμότητας. 
5. Με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις, τα κριτήρια και τη διαδικασία υπαγωγής στα ανωτέρω προγράμματα επανεκπαίδευσης ή επανακατάρτισης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας υποπαραγράφου. 
Σύμφωνα με την υποπαράγραφο Ζ.4. του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 καταργήθηκαν αυτοδικαίως από τη δημοσίευσή του οι οργανικές, προσωρινές και προσωποπαγείς θέσεις των υπαλλήλων, οι οποίοι υπηρετούν σε υπηρεσίες, κεντρικές και περιφερειακές, του Δημοσίου, των Ανεξάρτητων Αρχών, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού και των Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) που ανήκουν στο δημόσιο τομέα, όπως αναλυτικά αναφέρονται στην υποπαράγραφο Ζ.1.1: με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, πλήρους και μερικής απασχόλησης, που ανήκουν στην κατηγορία ΔΕ (δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης), αποκλειστικά των ειδικοτήτων Διοικητικού, Διοικητικού – Λογιστικού, Διοικητικού – Οικονομικού, Διοικητικών Γραμματέων, και (οι οποίοι) δεν έχουν προσληφθεί: 
1. Με διαγωνισμό ή με διαδικασία επιλογής σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια υπό τον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως είναι οι διαδικασίες επιλογής ΑΣΕΠ, 
2. Με άλλες ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας, όπως π.χ. δημόσια ανακοίνωση- προκήρυξη θέσεων με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια, 
3. Με ειδικές διατάξεις, όπως π.χ. με το ν.1648/1986, όπως τροποποιήθηκε με το ν.2643/1998, για την προστασία ευπαθών κοινωνικών ομάδων (π.χ. πολύτεκνες οικογένειες, αποκατάσταση αναπήρων πολέμου, προστασία ατόμων με αναπηρία), ν.3624/2007 για το διορισμό συγγενούς θανόντος εξαιτίας των καταστροφικών πυρκαγιών του έτους 2007, ν. 3448/2006 για το διορισμό συγγενών θανόντων εν υπηρεσία, ν. 2725/1999, όπως ισχύει, για το διορισμό διακριθέντων αθλητών κ.λ.π. 
Σημειώνεται ότι, προσωπικό του οποίου μεταβλήθηκε η εργασιακή σχέση σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου επειδή διαπιστώθηκε ότι κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες (π.χ. ν.2190/1994, ν.2839/2000, Π.Δ. 164/2004), καταλαμβάνεται από τις διατάξεις του ως άνω νόμου. 
Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής και προκειμένου να αποφευχθούν προβλήματα δυσλειτουργίας στις υπηρεσίες, απαιτείται –πέραν της συνδρομής των στοιχείων που μνημονεύονται πιο πάνω- ο αριθμός των υπαλλήλων που καταρχήν καταλαμβάνονται από τη ρύθμιση: 
α) να είναι τουλάχιστον δέκα (10) ανά υπηρεσία ή φορέα, ή μεγαλύτερος, 
β) να μην ξεπερνά το 25% του συνολικού αριθμού των τακτικών υπαλλήλων των ως άνω κλάδων και ειδικοτήτων της υπηρεσίας ή του φορέα. Για τον υπολογισμό του ως άνω ποσοστού του 25% στο συνολικό αριθμό των τακτικών υπαλλήλων της υπηρεσίας ή του φορέα (: μέγεθος αναφοράς), προσμετρώνται οι μόνιμοι πολιτικοί υπάλληλοι και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, των ως άνω κλάδων και ειδικοτήτων, ανεξαρτήτως εκπαιδευτικής βαθμίδας 
γ) να μην ξεπερνά το 10% του συνόλου του τακτικού προσωπικού που υπηρετεί στην οικεία υπηρεσία ή φορέα. 
Για τον υπολογισμό του ως άνω ποσοστού του 10%, στο συνολικό αριθμό του τακτικού προσωπικού της υπηρεσίας ή του φορέα (:μέγεθος αναφοράς), προσμετρώνται οι μόνιμοι πολιτικοί υπάλληλοι και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ανεξαρτήτως εκπαιδευτικής βαθμίδας, κλάδου και ειδικότητας. Επισημαίνεται ότι, για την εφαρμογή της διάταξης, απαιτείται οι πιο πάνω τρεις προϋποθέσεις να συντρέχουν σωρευτικά. Σημειώνεται, επίσης, ότι για τον υπολογισμό των ανωτέρω υπό α), β) και γ), οι αποσπασμένοι υπάλληλοι θα προσμετρηθούν στο προσωπικό των υπηρεσιών υποδοχής στις οποίες έχουν αποσπαστεί και όχι στο προσωπικό των υπηρεσιών από τις οποίες προέρχονται. 
Από την εφαρμογή της διάταξης αυτής εξαιρέθηκαν: 
1. οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης και φροντίδας, 
2. ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ) 
3. τα νοσοκομεία, 
4. η Γενική Γραμματεία Πολιτισμού του Υπουργείου Παιδείας & Θρησκευμάτων, Πολιτισμού & Αθλητισμού, στην οποία και υπάγονται τα Μουσεία της χώρας. Τα Μουσεία που είναι αυτοτελή νομικά πρόσωπα, δεν εξαιρούνται από την εφαρμογή της διάταξης αυτής. 
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 33 και 34 του ν.4024/11, η συγκεκριμένη ρύθμιση δεν εφαρμόζεται, (μολονότι πληρούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις εφαρμογής), στους υπαλλήλους ΙΔΑΧ, οι οποίοι υπάγονται στις παρακάτω εξαιρέσεις: 
α) ο εργαζόμενος του οποίου ο σύζυγος ή η σύζυγος έχει ενταχθεί και εξακολουθεί να τελεί σε προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα ή σε εργασιακή εφεδρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 33 και 34 του ν.4024/11 . 
β) εργαζόμενος του οποίου ο σύζυγος ή η σύζυγος ή τέκνο το οποίο τον βαρύνει φορολογικά σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κ.Φ.Ε. (ν.2238/1994, ΑΊ51) και συνοικεί με αυτόν, έχει αναπηρία σε ποσοστό τουλάχιστον 67%. Για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης το ετήσιο φορολογούμενο και απαλλασσόμενο εισόδημα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του Κ.Φ.Ε. ορίζεται στις δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ. 
γ) εργαζόμενος που είναι ανάπηρος σε ποσοστό τουλάχιστον 67% ή πολύτεκνος κατά την έννοια των παραγράφων 1 έως 3 του άρθρου πρώτου του ν. 1910/1944 (Α’ 229), εφόσον τα τέκνα, που ορίζονται στις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 1910/1944, τον βαρύνουν φορολογικά, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κ.Φ.Ε., 
δ) εργαζόμενος που είναι προστάτης μονογονεϊκής οικογένειας με τέκνο που συνοικεί με αυτόν και τον βαρύνει φορολογικά σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κ.Φ.Ε.. 
Διευκρινίζεται, τέλος, ότι σύμφωνα με τη συναφή εγκύκλιο του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης για την εφαρμογή των ανωτέρω: 
Α) ως υπηρεσία ή φορέας νοείται κάθε διοικητική δομή η οποία διαθέτει διοικητική αυτοτέλεια. Σημειώνεται ότι σε περιπτώσεις Υπουργείων με περισσότερες από μία Διευθύνσεις Διοικητικού – Προσωπικού, ως υπηρεσία – φορέας νοείται το σύνολο των οργανικών μονάδων που εξυπηρετούνται από τη συγκεκριμένη Διεύθυνση Διοικητικού – Προσωπικού. 
Β) ως ημερομηνία πρόσληψης για το μεταφερόμενο – μετατασσόμενο προσωπικό λογίζεται η ημερομηνία εισόδου στο δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, ή οποιοδήποτε άλλο φορέα, υπό την προϋπόθεση ότι ο χρόνος που διανύθηκε στις υπηρεσίες προέλευσης του μεταφερομένου – μετατασσομένου προσωπικού έχει ληφθεί υπόψη για τη βαθμολογική και μισθολογική του εξέλιξη με την ιδιότητα του υπαλλήλου ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. 
Γ) Για τα Ν.Π.Ι.Δ. που ανήκουν στο δημόσιο, όπως αναφέρονται στην υποπαράγραφο Ζ 1.1.β, τα οποία δεν ακολουθούν την ως άνω κατηγοριοποίηση ειδικοτήτων, στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης εμπίπτουν όλες εκείνες οι ειδικότητες που αντιστοιχίζονται με τις ειδικότητες Διοικητικού, Διοικητικού – Λογιστικού, Διοικητικού – Οικονομικού, Διοικητικών Γραμματέων. 
Δ) Τέλος, επισημαίνεται ότι η διαθεσιμότητα επέρχεται εκ του νόμου. Με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 4ης Δεκεμβρίου 2012 (ΦΕΚ 237/Α/5.12.2012) εισήχθησαν ρυθμίσεις (άρθρα 17 και 18) με τις οποίες αναγνωρίζεται και ρητά στο Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης η αρμοδιότητα να επικαιροποιεί και να συμπληρώνει τα στοιχεία των υπαλλήλων, οι οποίοι περιλαμβάνονται στο Μητρώο Ανθρώπινου Δυναμικού, όταν πρόκειται για μεταβολές της υπηρεσιακής τους κατάστασης που επέρχονται αυτοδικαίως από τυπικό νόμο, όπως είναι η διαθεσιμότητα που επήλθε δυνάμει της υποπαρ. Ζ4 της παρ. Ζ του ν. 4093/2012, εφόσον (η επικαιροποίηση αυτή) δεν πραγματοποιηθεί από το αρμόδιο όργανο (τις Διευθύνσεις Προσωπικού των οικείων υπηρεσιών) εντός της προθεσμίας που προβλέπεται από το νόμο. Τα σχετικά είχαν επισημανθεί ήδη και στην υπ’ αριθμ. ΔΙΔΑΔ/ΔΙΠΙΔΔ/οικ.27052/ 21.11.2012 εγκύκλιο (ΑΔΑ: Β4ΣΞΧ-ΤΑ8) του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης. 
Επιπρόσθετα, κατά την ως άνω ΠΝΠ, για την επέλευση των πάσης φύσεως συνεπειών της πιο πάνω υπηρεσιακής μεταβολής (διαθεσιμότητα) δεν είναι αναγκαία η έκδοση σχετικής διαπιστωτικής πράξης. Και αυτό, επειδή όχι μόνο η ίδια η θέση σε διαθεσιμότητα επέρχεται αυτοδικαίως εκ του νόμου, ως αποτέλεσμα της κατάργησης της θέσης που κατείχε ο υπάλληλος αλλά και επειδή ο ίδιος ο νόμος ορίζει ρητά τις εντεύθεν συνέπειες (δυνατότητα για μετάταξη ή μεταφορά, μείωση αποδοχών κλπ.). 

ΙΙ. Νομικός χαρακτηρισμός «διαθεσιμότητας» 
Ουσιαστικά, λοιπόν, πρόκειται για απόλυση οριστική, χωρίς την τήρηση της προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασίας καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου (καταβολή πλήρους αποζημίωσης), και φυσικά χωρίς να υφίσταται ουδείς σπουδαίος και σοβαρός λόγος για την απόλυση, δεδομένα που την καθιστούν αυτοτελώς παράνομη και καταχρηστική. Ότι πρόκειται πράγματι για περίπτωση απόλυσης υπό προθεσμία προκύπτει από το πραγματικό γεγονός της αναγκαστικής απομάκρυνσής από τις θέσεις εργασίας και της λύσης της υπαλληλικής σχέσης με αντίστοιχη σιωπηρή δήλωση βούλησης του εργοδότη («…λύεται με τη λήξη του καθεστώτος της διαθεσιμότητας») (πρβλ. ενδεικτικά τις υπ’ αριθμ. 4792 και 4793/2012 αποφάσεις του ΜΠΑ για το αντίστοιχο καθεστώς της εργασιακής εφεδρείας που είχε επιβληθεί με το Ν. 4024/2011). 

ΙΙΙ. Αντίθεση «καθεστώτος διαθεσιμότητας» προς το κοινοτικό δίκαιο 
Σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΑΠ (βλ. ενδεικτικά ΑΠ, Ολομ. 631/2011): 
Ο Εθνικός νομοθέτης όσο και ο Εθνικός δικαστής των κρατών μελών της Ε.Ε. δεν έχουν την εξουσία να μεταβάλουν ούτε να παρερμηνεύουν τις διατάξεις κοινοτικής οδηγίας, διότι τότε παραβιάζεται το κοινοτικό δίκαιο το οποίο υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης του εσωτερικού δικαίου, κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, βάσει του οποίου η Ελλάδα προσχώρησε στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες από 1-1-1981, δυνάμει της από 28-5-1979 Σύμβασης προσχώρησης της Ελλάδος στην τότε Ε.Ο.Κ., η οποία κυρώθηκε με το Ν.945/1979 (Ολ. ΑΠ 23/1998). 
Εξ άλλου, κατά πάγια νομολογία του Δ.Ε.Κ., τα κράτη μέλη οφείλουν, προκειμένου να διασφαλίζουν την πλήρη εφαρμογή των Οδηγιών, όχι μόνο νομικώς αλλά και στην πράξη, να προβλέπουν την ύπαρξη σαφούς νομικού πλαισίου στον συγκεκριμένο τομέα, και τούτο μέσω θεσπίσεως νομικών διατάξεων ικανών να δημιουργήσουν μια αρκούντως ακριβή, σαφή και διαφανή κατάσταση, ώστε να καθίσταται δυνατό στους ιδιώτες να γνωρίζουν τα δικαιώματά τους και να τα προβάλλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (απόφαση της 30.5.1991, Υποθ. C-361/88, Επιτροπή κατά Γερμανίας) Υποθ. 220/1994,(απόφ. της 15.6.1995). 
Περαιτέρω, κατά πάγια επίσης νομολογία του ΔΕΚ, μετά την απόφαση της 10ης Απριλίου 1984 στην υπόθεση 14/83, Von CoLson και Kamann η υποχρέωση των κρατών μελών, η οποία απορρέει από Οδηγία, να επιτύχουν το αποτέλεσμα που επιδιώκει η Οδηγία αυτή, καθώς και το καθήκον που έχουν, δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης, να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής, επιβάλλονται σε όλες τις αρχές των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. 
Όπως δε προκύπτει από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 1990 στην υπόθεση C-106/89, και της 16ης Δεκεμβρίου 1993 στην υπόθεση C-334/92, εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε για μεταγενέστερες της Οδηγίας διατάξεις ένα εθνικό δικαστήριο, που καλείται να το ερμηνεύσει, οφείλει να πράξει τούτο κατά το μέτρο του δυνατού υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της Οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 189 [ήδη 249], τρίτο εδάφιο της Συνθήκης. 
Επομένως, στα εθνικά δικαστήρια, τα οποία πρέπει να εφαρμόζουν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, απόκειται η εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας των διατάξεων αυτών και της προστασίας των δικαιωμάτων που αυτές απονέμουν στους ιδιώτες, απόκειται δε στο εθνικό δικαστήριο να μην εφαρμόζει οποιοδήποτε μέτρο εθνικού δικαίου που εμποδίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται από τις αρχές του αμέσου αποτελέσματος και της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου που προαναφέρθηκε. 
Η απόλυση από Δήμους ή το Δημόσιο τυγχάνει παράνομη καθόσον δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις του νόμου περί ομαδικών απολύσεων. Ειδικότερα δεν τηρήθηκαν εν προκειμένω καθόλου οι ειδικότερες και υπέρτερης ισχύος διατάξεις του Ν. 1387/1983 και της Οδηγίας 95/98/ΕΟΚ, καθώς με ευθύνη του καθού ούτε διαβουλεύσεις έλαβαν καν χώρα μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτικής πλευράς, ούτε τηρήθηκε η προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία, ούτε τηρήθηκε η νόμιμη ποσόστωση και για το λόγο αυτό οι γενόμενες απολύσεις μας οι οποίες έλαβαν χώρα κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου 1387/1983 και της ως άνω Οδηγίας τυγχάνουν άκυρες. Συνεπώς η καταγγελία της σύμβασής είναι για το λόγο αυτό άκυρη. 
Επιπλέον το ΠΔ 164/2004 (ΠΔ Παυλόπουλου) υλοποίησε κοινοτικό δίκαιο, το οποίο μέσω του «θεσμού» της διαθεσιμότητας παραβιάζεται και καταστρατηγείται, καθόσον με νόμο (4093/2012) απολύονται και όλοι όσοι είχαν μονιμοποιηθεί στο δημόσιο ακριβώς για να μην γίνεται κατάχρηση συνάψεως διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, δηλαδή ο εφαρμοστέος νόμος αντίκειται ευθέως στο υπέρτερης ισχύος κοινοτικό δίκαιο το οποίο έχει ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο. 
Δηλαδή με την εφαρμογή του νόμου 4093/2012 συνέτρεξε άμεση παραβίαση της 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου και ειδικότερα της ρήτρας 4 και 5 αυτής σύμφωνα με την οποία: 
«1. Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους…. 1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα: 
α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας 
β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου 
γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας». 

ΙV. Παραβίαση συνταγματικών και υπερνομοθετικών διατάξεων και αρχών – Καταχρηστικότητα απόλυσης 
Σε κάθε περίπτωση η απόλυσή από την εργασία έλαβε χώρα χωρίς να υφίσταται σπουδαίος λόγος που να δικαιολογεί την απομάκρυνσή και δη κατά τρόπο ευθέως αντίθετο προς το Σύνταγμα (και το κοινοτικό Δίκαιο) υπό την έννοια ότι το μοναδικό χρησιμοποιούμενο νομοθετικό κριτήριο, ήτοι αυτό του τρόπου εισόδου στην υπηρεσία, τυγχάνει κατεξοχήν απρόσφορο και εισάγον προδήλως διακριτική μεταχείριση, παραβιάζον ούτως την αρχή της ίσης μεταχείρισης ομοειδών περιπτώσεων και τη θεμελιώδη αρχή της αξιοκρατίας.Και στο σημείο αυτό ακριβώς αντιφάσκει ο νόμος και η συναφής εγκύκλιος, παραβιάζοντας και τη συνταγματική και υπερνομοθετική αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης όλων προς τις ενέργειες του Κράτους, καθόσον από τη μια όλοι οι υπάλληλοι διορίστηκαν και εισήλθαν με απολύτως νόμιμο τρόπο στην Υπηρεσία, από την άλλη ουσιαστικά αμφισβητείται αυτή καθαυτή η νομιμότητα του διορισμού (παρά την εικονική αντίθετη εξαγγελία της σχετικής εγκυκλίου), καθώς τίθενται σε διαθεσιμότητα μόνο αυτοί και όχι και όσοι συνάδελφοί εισήλθαν στο δημόσιο μέσω ΑΣΕΠ ή με βάση ειδικό νόμο (παραβίαση της αρχής non venire contra favtum proprium). 
Πράγματι υπό το καθεστώς του Ν. 2112/1920 σε συνδυασμό με το Ν. 3198/1955 καθιερώθηκε νομοθετικά επί δεκαετίες το δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Κρίσιμο κριτήριο για την επιλεκτική καταγγελία ορισμένης σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου από τον εργοδότη αποτελεί κατεξοχήν το κριτήριο της αποδοτικότητας ή μη του υπαλλήλου, κάτι το οποίο όμως ουδόλως εισάγεται ως κριτήριο απόλυσης στην προκειμένη περίπτωση. Ειδικότερα, η απόλυσή μέσω διαθεσιμότητας είναι προδήλως καταχρηστική και αντίθετη με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών κατ' άρθρο 281 ΑΚ, που θέτει περιορισμούς και σε αυτό το διευθυντικό δικαίωμα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. 
Η οριζόντια δηλαδή εφαρμογή του νεοεισαχθέντος μέτρου της διαθεσιμότητας για όλους τους υπαλλήλους ΔΕ κατηγορίας Διοικητικού Λογιστικού, αλλά όχι και για υπαλλήλους ΤΕ ή ΠΕ κατηγορίας ή για υπαλλήλους κατηγορίας ΔΕ που εισήλθαν στο δημόσιο μέσω ΑΣΕΠ ή με ειδικό νόμο (ωσάν άπαντες αυτοί να είναι a priori κατώτεροι ή μη χρήσιμοι στην Υπηρεσία εν σχέσει με τις υπόλοιπες αναφερόμενες περιπτώσεις) και μάλιστα με μόνο κριτήριο τον τρόπο εισόδου στην Υπηρεσία τυγχάνει παράνομο ως αντισυνταγματικό, καθόσον αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας και της αξιοκρατίας που τυγχάνουν εφαρμογής και στην προκειμένη περίπτωση (έμμεση τριτενέργεια συνταγματικών δικαιωμάτων) και οιαδήποτε απόλυση δεν θα μπορούσε παρά να γίνει με αξιοκρατικά κριτήρια ισότητας. 
Η απόλυσή παραβιάζει αυτοτελώς και κατάφωρα τη συνταγματική αρχή της ισότητας στις ειδικότερες εκφάνσεις αυτής που επιβάλλουν την ομοειδή μεταχείριση ομοειδών περιπτώσεων και την κατά το λόγο εκάστου υπαλλήλου αξιοκρατική υπηρεσιακή του εξέλιξη (αξιοκρατία στη σταδιοδρομία, βλ. ενδεικτικά ΑΕΔ 30/1985, ΣτΕ 2786/1984, 3722/2000, 2717/2003, ΔΕΑ 480/1990). 
Ειδικότερα: 
α) Κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγματος καθιερώνεται ως πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου. Κάθε ανθρώπινο όν έχει λοιπόν αυτοτελή αξία, η οποία χρήζει σεβασμού από την κρατική εξουσία. 
Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη».  
Σύμφωνα με το άρθρο 25 του Συντάγματος: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Η αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας, κατοχυρώνουν το δικαίωμα εκάστου στην ακώλυτη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του χωρίς απρόσφορους, αυθαίρετους ή δυσανάλογους (υπό την έννοια του υπέρμετρου που καταλήγει σε άρνηση) περιορισμούς και διακρίσεις. 
Η αρχή της ισότητας την οποία καθιερώνει το άρθρο 4§1 του Συντάγματος, αποτελεί νομικό κανόνα, ο οποίος επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες και ο οποίος δεσμεύει άπαντα τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας (ενδεικτικά ΣτΕ 2717/1988, ΣτΕ 157/1989 και Ολομ. Α.Π. 3/1997, 7/1993, 12/1992, 6/1992 κλπ). Η παραβίαση της αρχής αυτής ελέγχεται από τα Δικαστήρια, μέσα στον κύκλο της δικαιοδοσίας των, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η με ίσους όρους ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του καθενός (άρθρο 5 του Συντάγματος). 
Κατά τον έλεγχο δε αυτόν που είναι έλεγχος ορίων και όχι των κατ' αρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, γίνεται αποδεκτό ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί βεβαίως να ρυθμίσει με ενιαίο διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες πραγματικές ή προσωπικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπ' όψιν τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματίες ή άλλες συνθήκες, οι οποίες συνδέονται με κάθε μία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές και οι οποίες περαιτέρω, στηρίζονται σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια που τελούν σε συνάφεια με το αντικείμενο της κατά περίπτωση & ad hoc ρύθμισης. 
Κατά την επιλογή όμως των διαφόρων τρόπων ρύθμισης, πρέπει να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την προδήλως άνιση μεταχείριση, είτε με την μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή ενός προνομίου που δεν συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια, είτε με την μορφή της επιβολής μιας αδικαιολόγητης επιβάρυνσης ή της αφαίρεσης δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται ή παρέχονται από προϋφιστάμενο ή συγχρόνως τιθέμενο γενικότερο κανόνα, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα κριτήρια μεταξύ τους. 
Η ίση πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες συνιστά κατά μία άποψη ειδική πλευρά της αρχής της ισότητας, ενώ κατά άλλη η ίση πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις πηγάζει από την αρχή της σταδιοδρομίας εκάστου κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας που συνάγεται ερμηνευτικά από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος. 
Σε κάθε περίπτωση, τόσο η νομολογία όσο και η θεωρία αναγνωρίζουν παγίως αυξημένη συνταγματική ισχύ στην αρχή της αξιοκρατίας υπό την ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος στην εργασία και στη σταδιοδρομία του υπαλλήλου με βάση κριτήρια αντικειμενικά, πρόσφορα και συναπτόμενα προς την ικανότητα του. 
Αναγνωρίζεται δηλαδή ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο ατομικό δικαίωμα και σκοπός είναι η εξυπηρέτηση όχι μόνο του ατομικού συμφέροντος του υπαλλήλου αλλά και η προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος υπό την έννοια της επιλογής των αξιότερων για τη στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών. 
Τέλος, η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου ρητώς αναγνωρισμένη από το Ελληνικό Σύνταγμα επιβάλλει την πραγμάτωση της αξιοκρατίας καθώς δεν προστατεύει απλώς τυπικά το δικαίωμα στην ισότιμη μεταχείριση, αλλά επιβάλλει δεσμευτικά και τη δημιουργία συνθηκών που θα προάγουν την ισότητα ευκαιριών για κάθε έλληνα πολίτη. 
Η συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αξιοκρατίας, η οποία απορρέει από τον συνδυασμό των άρθρων 4 παρ. 1 (ισότητα) και 5 παρ. 1 (ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας) του Συντάγματος επιτάσσει οι διαδικασίες πλήρωσης θέσεων και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα να γίνονται με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία συνεπάγονται την επιλογή των κατά τεκμήριο ικανότερων υποψηφίων. 
Συνεπώς πρέπει να παραμένουν στην εργασία τουλάχιστον όσοι είναι ικανότεροι και αξιότεροι. Η οριζόντια και ανεξαίρετη εφαρμογή της διαθεσιμότητας στην περίπτωσή μας είναι για το λόγο αυτό προδήλως παράνομη ως αντιβαίνουσα την ως άνω αρχή και την ισότητα. 
Διαφορετική ερμηνεία θα αποτελούσε ευθεία παραβίαση κάθε έννοιας χρηστής διοίκησης, αναλογικότητας και επιείκειας και θα παραβίαζε κατ’ αποτέλεσμα την αξιοκρατία και την ίση πρόσβαση στις θέσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα. 
Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας βάσει διαθεσιμότητας είναι συνεπώς άκυρη ως αντίθετη προς θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος, όπως των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 που διακηρύσσουν το σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου και της προσωπικότητάς του, του άρθρου 22 παρ. 1 που αναγάγει την εργασία σε αναφαίρετο κοινωνικό δικαίωμα και υποχρεώνει την Πολιτεία στην προστασία αυτής. 
Εξάλλου τα ιδιαίτερα ως άνω χαρακτηριστικά ταυτόχρονα εξυπηρετούν και το αληθές δημόσιο συμφέρον από την παραμονή στην εργασία μας, καθισταμένης αδικαιολόγητης της οριζόντιας και ισοπεδωτικής με μόνο ένα κριτήριο αντιμετώπισης. 
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 5374 και έχει σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ προβλέπεται, ότι: «Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της περιουσίας αυτού, ειμή δια λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του Διεθνούς Δικαίου όρους» 
Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. 
Κατά το Ε.Δ.Δ.Α. το άρθρο 1 Π.Π.Π. Ε.Σ.Δ.Α., που εγγυάται ουσιαστικά το δικαίωμα στην περιουσία, περιέχει τρεις διακριτούς κανόνες: 
Ο πρώτος, που διατυπώνεται στο πρώτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου και έχει γενικό χαρακτήρα, διακηρύσσει την αρχή του σεβασμού της περιουσίας. 
Ο δεύτερος, που διατυπώνεται στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου, αφορά τη στέρηση της περιουσίας, την οποία θέτει υπό ορισμένες προϋποθέσεις. 
Ο τρίτος, που περιέχεται στη δεύτερη παράγραφο, αναγνωρίζει στα Συμβαλλόμενα Κράτη την εξουσία - μεταξύ άλλων - να ρυθμίζουν τη χρήση της περιουσίας σύμφωνα προς το γενικό συμφέρον. 
Ο δεύτερος και ο τρίτος κανόνας, που αναφέρονται σε ειδικά παραδείγματα επεμβάσεων στο δικαίωμα στην περιουσία, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως της αρχής, που θέτει ο πρώτος κανόνας. (βλ. James κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφ. 21.2.1986, Σειρά Α` αρ. 98, σελ. 29-30, παρ. 37) 
Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα δικαιώματα περιουσιακής φύσεως και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται έτσι τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα είτε απαιτήσεις αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον έως την προσφυγή στο δικαστήριο δίκαιο ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (πάγια νομολογία Ε.Δ.Δ.Α. Pressos Compania Naviera S.A κά κατά Βελγίου, Pine Valle Development κατά Ιρλανδίας και ΑΠ 40/1998 Ολ. ΑΠ 9/2008) 
Στην έννοια του προστατευόμενου κατά τα ανωτέρω περιουσιακού δικαιώματος υπάγονται τόσο οι αμοιβές όσο και οι συντάξεις και οι εν γένει κοινωνικοασφαλιστικές παροχές, όπως έχει παγίως γίνει δεκτό μέσω της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Έτσι, στις υποθέσεις Αντωνακοπούλου κ.α. κατά Ελλάδος και Γεωργιάδης κατά Ελλάδος κρίθηκε από το Ε.Δ.Δ.Α., ότι το δικαίωμα στην απολαβή σύνταξης, υπάγεται στην έννοια της περιουσίας κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.. 
Το Ε.Δ.Δ.Α. έχει κρίνει, μεταξύ άλλων, ότι η καταβολή ασφαλιστικών εισφορών απορρέει από το δικαίωμα για απόληψη παροχών, που θεωρείται περιουσιακό δικαίωμα, αν και χωρίς να συνδέεται αυτό με ένα ορισμένο ύψος παροχών (απόφαση Αζινάς κατά Κύπρου της 20.6.2002). Προσθέτως και μη ανταποδοτικές παροχές προνομιακού χαρακτήρα θεωρήθηκε, ότι προστατεύονται ως περιουσιακές (αποφάσεις Gaygusuz κατά Αυστρίας της 16.9.1996, Koua Poirrez κατά Γαλλίας της 30.9.2003, Wessels-Bergervoet κατά Ολλανδίας της 4.6.2002). Ο ασφαλισμένος προστατεύεται από την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ως προς την προσδοκία του (espérance légitime) για ασφαλιστική παροχή, εφόσον οι αξιώσεις του ερείδονται σε παγιωμένη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, όπως αυτή του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τη δυνατότητα αναγνωρίσεως, κατόπιν εξαγοράς, του χρόνου πραγματικής προϋπηρεσίας Ελλήνων ομογενών στην Τουρκία (Ε.Δ.Δ.Α., απόφαση της 19.6.2008, Ιχτιάρογλου κατά Ελλάδας). 
Επίσης, η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, που εντάσσεται στις θεμελιώδεις αρχές του Ευρωπαϊκού Δικαίου, αποβλέπει να διασφαλίσει τον πολίτη από την απρόβλεπτη μεταβολή καταστάσεων και εννόμων σχέσεων, που διέπει το κοινοτικό δίκαιο. Η αρχή αυτή πρέπει να εφαρμόζεται και στο εσωτερικό δίκαιο καθόσον αφορά το ύψος των αποδοχών και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των εργαζομένων, οι οποίοι δικαιολογούνται να τρέφουν προσδοκίες ότι αυτή δεν θα αλλάξει και ότι οι αποδοχές δεν θα μειωθούν αδικαιολόγητα στο μέλλον (ΑΠ 9/2008). 
Επισημαίνεται, ότι το Ε.Δ.Δ.Α. δέχεται, ότι κατά το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α. στα διανεμητικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, όπως είναι το ελληνικό, απαγορεύεται η ουσιώδης μείωση της σύνταξης (απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. της 12ης Οκτωβρίου 2004, Kjartan Ásmundsson κατά Ισλανδίας) και προβαίνει σε έλεγχο αναλογικότητας του μέτρου, με το οποίο μειώνεται η παροχή σε σχέση με τον σκοπό δημοσίου συμφέροντος που επιδιώκεται και με την προστασία του πυρήνα του δικαιώματος (Απόφαση Ε.Δ.Δ.Α., Κhartan Asdmudson v. Iceland). Επιπλέον, τα δικαιώματα, που απορρέουν από την καταβολή εισφορών σε συστήματα κοινωνικής ασφάλισης είναι χρηματικά δικαιώματα για τους σκοπούς του άρθρου 1 Π.Π.Π. Ε.ΣΔ.Α. (βλ. Gaygusuz κατά Αυστρίας, απόφ. 16.9.96, Συλλ. 1997, σελ. 1142, παρ. 39 41). 
Μέχρις στιγμής η προστασία της σύνταξης με βάση την Ε.Σ.Δ.Α. έχει γίνει δεκτή για τα θεμελιωμένα (γεγενημένα) δικαιώματα. Και το πότε ένα δικαίωμα είναι θεμελιωμένο κρίνεται κατά το εθνικό δίκαιο. Κατά τη νομολογία του ΣτΕ θεμελιωμένο είναι το δικαίωμα, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου για τη λήψη της παροχής για το οποίο επιτρέπεται μόνο κατ’ εξαίρεσιν για λόγους δημοσίου συμφέροντος η μείωσή της. Παρά το γεγονός ότι το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αρ. 1 δεν κατοχυρώνει το δικαίωμα να λαμβάνει ο πολίτης κοινωνικές παροχές, εάν σε ένα συμβαλλόμενο κράτος έχουν τεθεί σε ισχύ νομοθετικές διατάξεις που προβλέπουν δικαίωμα καταβολής επιδόματος κοινωνικής πρόνοιας, είτε υπό όρους ή όχι από προηγούμενη καταβολή εισφορών η νομοθεσία πρέπει να θεωρηθείται ως δημιουργία ενός περιουσιακού δικαιώματος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου Αρ. 1 για τα δικαιούμενα πρόσωπα (Stec αρ. 65731/01 και 65900/01, § § 53-55, ΕΔΔΑ 
Το Ελεγκτικό Συνέδριο στην υπ’ αριθμόν 1347/2009 απόφαση του έκρινε: «Κατά συνέπεια δεν επιτρέπεται να καταργηθεί ή να αποσβεστεί ή περιοριστεί με αναδρομική ουσιαστική νομοθετική ρύθμιση αν δεν συντρέχουν πράγματι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι να δικαιολογούν την κατάργηση ή τον περιορισμό της, τηρουμένης πάντοτε μιας δίκαιη ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και των επιταγών της προάσπισης του περιουσιακού αυτού δικαιώματος». 
Είναι επίσης χαρακτηριστική η πρόσφατη με αριθ. 6/2010 απόφαση του Δικαστηρίου του ΣτΕ (ΣΤ Τμ), όπου επανέλαβε την πάγια νομολογία περί της υποχρέωσης σεβασμού της περιουσίας του προσώπου που περιλαμβάνει όχι εμπράγματα αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα αλλά και τα δικαιώματα ενοχικής φύσεως (ΣτΕ 2032/2009, ΑΠ 104/2009) επισημαίνοντας ωστόσο ότι, η θέσπιση κανόνων δικαίου με αναδρομική ισχύ μπορεί να καταλαμβάνει και εκκρεμείς δίκες, μόνο για λόγους δημοσίου συμφέροντος και εφόσον δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας (βλ. ΕΔΔΑ 6-10-2005 Draon κατά Γαλλίας (σκ.59), 11-4-2002-11-7-2002 Σμοκοβίτης κατά Ελλάδος (σκ 29), 1995 Pressos Compania Naviera SA and others κατά Βελγίου (σκ 29 επ). 
Από την ανωτέρω νομολογία τόσο του Ε.Δ.Δ.Α. όσο και των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας μας προκύπτει, ότι στην έννοια της περιουσίας του 1ου άρθρου του Πρώτου πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα ανεξαιρέτως τα δικαιώματα περιουσιακής φύσεως και τα κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, με αποτέλεσμα η προστατευτική εμβέλεια της ανωτέρω ρύθμισης να εκτείνεται και στα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα σε απαιτήσεις είτε αναγνωρισμένες από διαιτητική ή δικαστική απόφαση είτε απλά γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον ως την προσφυγή δίκαιο, ότι δύνανται να ικανοποιηθούν δικαστικώς. 
Επισημαίνεται ότι τέτοιες απαιτήσεις (ενοχικά δικαιώματα) είναι και εκείνες του εργατικού δικαίου, που στρέφονται κατά του Κράτους και ΝΠΔΔ. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις από τακτικές αποδοχές (μισθούς κ.λ.π.), που καταβάλλονται σε εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα και οι οποίες δεν μπορούν να μειωθούν παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας, η συνδρομή της οποίας υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων (Ολομ ΑΠ 3/1998). Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβώνας (1.12.2009) η οποία τροποποίησε τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη ΕΚ, η Ε.Ε. βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασµού των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και των θεµελιωδών ελευθεριών, καθώς και του κράτους δικαίου ενώ τοποθετούνται πλέον οι οικονομικοί και κοινωνικοί στόχοι στο ίδιο επίπεδο καθώς ορίζεται ως στόχος η δημιουργία μιας έντονα ανταγωνιστικής οικονομίας της αγοράς, που στοχεύει στην πλήρη απασχόληση και την κοινωνική πρόοδο. 
Κύριο επίτευγμα της Συνθήκης της Λισαβώνας είναι, ότι πλέον «προάγονται» στο επίπεδο ισχύος Συνθήκης μια σειρά από αξίες, όπως είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η ισότητα, η ανοχή του διαφορετικού, η μη διάκριση, η αλληλεγγύη και η δικαιοσύνη. Εξέχουσας σημασίας αποτελεί η αναγνώριση του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ως κείμενο ισότιμης αξίας με τις Συνθήκες της Ε.Ε. και τον οποίο θεωρεί ως το σύνολο των δικαιωμάτων, που πρέπει να έχουν όλοι οι πολίτες της Ένωσης έναντι των θεσμικών οργάνων της και των νομικών εγγυήσεων, που παρέχει. Τα δικαιώματα αυτά, που πηγάζουν κυρίως από άλλες διεθνείς πράξεις, όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αποκτούν έτσι νομική κατοχύρωση στην Ένωση. 
Όλα τα όργανα της Ένωσης οφείλουν να σέβονται τα δικαιώματα που περιλαμβάνονται στο Χάρτη. Την ίδια υποχρέωση έχουν και τα κράτη μέλη όταν εφαρμόζουν την κοινοτική νομοθεσία. Με τα δεδομένα αυτά κάθε παραβίαση πλέον της Ε.Σ.ΔΑ. αποτελεί ευθεία παραβίαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η ρύθμιση του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ελληνικής έννομης τάξης και είναι στο πλαίσιο του άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγματος δεσμευτική για τον έλληνα νομοθέτη, ο οποίος δεν δύναται να στερήσει κάποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο από ενοχικά του δικαιώματα, παρά μόνο εφόσον υπάρχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι βάσει και της αρχής της αναλογικότητας έχουν προτεραιότητα έναντι του ιδιωτικού συμφέροντος του δικαιούχου. 
Ο κοινός νομοθέτης δύναται συμφώνως προς την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, να στερήσει τον δικαιούχο από γεγεννημένα ως άνω δικαιώματα, αλλά μόνο «δια λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους», οι οποίοι πρέπει να αιτιολογούνται ειδικώς. Απαιτείται επομένως, όχι απλώς η ύπαρξη δημόσιας ωφέλειας,( που μάλιστα, πάντα υπάρχει ως δημοσιονομικό όφελος επί απόσβεσης ή περιορισμού περιουσιακών δικαιωμάτων, τα οποία υφίστανται έναντι του Δημοσίου) αλλά και η συνδρομή περαιτέρω τασσόμενων σχετικών από τον νόμο ή τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου όρων, όπως είναι η καθ’ ορισμένη διαδικασία διαπίστωση της δημόσιας ωφέλειας, ή η θέσπιση άλλων υπέρ των δικαιούχων παροχών ή πλεονεκτημάτων, που αντισταθμίζουν την περιουσιακή απώλεια (Ελ. Συν. 1562/2005, ΕΔΔΔ 2005, σελ.822).» 
Κατ’ αρχήν πρέπει να τονιστεί, ότι η έννοια του δημοσίου συμφέροντος, όπως γίνεται δεκτό από την νομολογία, η οποία δικαιολογεί την στέρηση της ιδιοκτησίας, δεν μπορεί να είναι απλά η έννοια του ταμειακού συμφέροντος του Δημοσίου, δεδομένου, ότι από κάθε περικοπή ή περιστολή δαπανών γεννάται όφελος για το Δημόσιο, είτε υπό την έννοια της αποφυγής πληρωμής υποχρεώσεων του είτε υπό την έννοια της μείωσης των δαπανών του. Όπως ανωτέρω αναλυτικά εκτέθηκε, η έννοια του δημοσίου συμφέροντος, που δύναται να περιορίζει το εκ του νόμου προστατευόμενο δικαίωμα στην περιουσία πρέπει να τεκμηριώνεται επαρκώς και να στηρίζεται σε επαρκή δημοσιονομικά στοιχεία, που καθιστούν επιβεβλημένη την συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή, μέσα στα πλαίσια της αρχής της αναλογικότητας. 
Η αρχή της αναλογικότητας, όπως έχει διαπλαστεί από την θεωρία και την νομολογία δεν είναι τίποτε άλλο από μια τεχνική συνταγματικού ελέγχου των κρατικών ενεργειών, όταν αυτές βαρύνουν υπέρμετρα τους πολίτες και τα κατοχυρωμένα δικαιώματα τους. Ορίζει, δηλαδή, τα απώτατα όρια του συνταγματικά επιτρεπτού της κρατικής περιοριστικής επέμβασης στα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, επιτάσσοντας την ύπαρξη εύλογης αναλογίας, ανάμεσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και στον περιορισμό συνταγματικού δικαιώματος, ως μέσου για την επίτευξη του σκοπού. 
Η αρχή της αναλογικότητας έχει αναγνωριστεί από μακρού ως ιδιόμορφη κανονιστική αρχή, που αποτελεί αναγκαίο κανόνα ερμηνείας για την αξιολόγηση της συνταγματικότητας των περιορισμών των θεμελιωδών δικαιωμάτων από τον κοινό νόμο. Η ιδιαίτερη χρησιμότητας της αναδεικνύεται πρωτίστως σε περιπτώσεις σύγκρουσης κανόνων δικαίου, στο πλαίσιο των οποίων η αρχή εξυπηρετεί την οριοθέτηση των εκάστοτε συγκρουόμενων αγαθών ή αξιών. 
Νομολογιακά η αρχή της αναλογικότητας, εφαρμόστηκε ρητώς για πρώτη φορά με την υπ’ αριθμόν 2112/1984 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ θεμελιώθηκε συνταγματικά με την αναθεώρηση του έτους 2001, όταν πλέον συμπεριελήφθη στο άρθρο 25 παρ.1 δ του Συντάγματος, όπου ορίστηκε, ότι οι κάθε είδους περιορισμοί των συνταγματικών δικαιωμάτων πρέπει να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Η εν λόγω αρχή ισχύει έναντι όλων των μορφών άσκησης εξουσίας, ανεξαρτήτως της οργανωτικής τους μορφής και του γεγονότος, ότι η δράση τους διέπεται κατ’ αρχήν από το ιδιωτικό δίκαιο. 
Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την αναγνώρισε ως αρχή του ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου ήδη από το έτος 1970 ενώ το Ε.Δ.Δ.Α., την θεωρεί ως εγγενή στο συνολικό σύστημα της Ε.Σ.Δ.Α. (Απόφαση 23-4-1982). Πριν την συνταγματική θεμελίωση της με την αναθεώρηση του έτους 2001, η αρχή της αναλογικότητας θεμελιώνονταν συνταγματικά στα άρθρα 5 παρ.1 και 25 παρ.1 του Συντάγματος. Από την πρώτη διάταξη συνάγεται, ότι οι περιορισμοί της ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητας δεν μπορούν να ξεπερνούν το αναγκαίο μέτρο για την προστασία του Συντάγματος, των χρηστών ηθών και των δικαιωμάτων των άλλων, ενώ σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 25 παρ.1 η κρατική εγγύηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, θα πρέπει να διασφαλίζει την ακώλυτη άσκηση τους. Μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το έτος 2001 η ρητή κατοχύρωση της στο άρθρο 25 παρ.1, ήρθε να άρει κάθε αμφισβήτηση αναγνωρίζοντας την ανάγκη για ενιαία εφαρμογή της από την δικαστική αλλά και την νομοθετική και εκτελεστική εξουσία. 
Η υπό κρίση αρχή αναλύεται σε τρεις επιμέρους αρχές: 
1) Την αρχή της αναγκαιότητας (Erfordelichkeit), 
2) στην αρχή της καταλληλότητας (Geeingnetheit) και 
3) στην αρχή της αναλογικότητας με στενή έννοια (Verhaltnismassigkeit in engeren Sinn). 
Με την σειρά της η αρχή της αναλογικότητας αναλύεται σε τρεις επιμέρους αρχές: 
1) την αρχή της ελάχιστης δυνατής προσβολής ή του ηπιότερου μέτρου 
2) την αρχή της αποφυγής ασύμμετρων ή δυσανάλογων συνεπειών και 
3) την αρχή της απαγόρευσης της χρονικής ασυνέπειας ή υπερβολής. 
Η προσφορότητα ή καταλληλότητα του περιορισμού ελέγχεται σε σχέση με την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Ένα μέτρο (νομοθετικό ή διοικητικό) θεωρείται κατάλληλο και κατά συνέπεια συνταγματικό ακόμα και όταν με αυτό επιτυγχάνεται εν μέρει η πραγματοποίηση του σκοπού. Αυτό βέβαια, προϋποθέτει, ότι το εν λόγω μέτρο, δύναται πραγματικά ή άποψη να συνδράμει στην επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Η αρχή της αναγκαιότητας, επιβάλλει στην διοίκηση ή στον νομοθέτη να λάβει το συγκεκριμένο περιοριστικό ατομικών δικαιωμάτων μέτρο, μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο, όταν δηλαδή αποκλείεται η επιλογή άλλου εξίσου αποτελεσματικού, λιγότερο όμως περιοριστικού μέτρου. Εάν δηλαδή το ίδιο αποτέλεσμα είναι δυνατόν αν επιτευχθεί με μικρότερο περιορισμό, τότε ο επιβαλλόμενος περιορισμός δεν είναι αναγκαίος και συνακόλουθα δεν είναι σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας. Οι κάθε είδους κρατικές παρεμβάσεις δικαιολογούνται να περιορίσουν την ελευθερία του ατόμου, μόνο όταν η συντρέχουσα ανάγκη θεραπείας, διατήρησης ή διαφύλαξης της δημόσιας τάξης τις καθιστά αναγκαίες (ΣτΕ 1158/1988). Συνεπώς αναγκαίο είναι ένα μέτρο, όταν η Διοίκηση δεν θα μπορούσε να επιλέξει ένα άλλο, εξίσου αποτελεσματικό, το οποίο δεν θα περιόριζε ή θα περιόριζε λιγότερο αισθητά τα θεμελιώδη δικαιώματα του πολίτη. Πότε ένα μέτρο είναι εξίσου αποτελεσματικό δεν μπορεί να διαπιστωθεί αφηρημένα παρά μόνο in concreto. Δύο εξίσου κατάλληλες επεμβάσεις στο χώρο των ατομικών ελευθεριών, που επιφέρουν την ίδια επιτυχία, μπορεί να έχουν επιβλαβείς επιδράσεις σε διαφορετικούς τομείς. Μόνο όταν προκύπτει, ότι τα μειονεκτήματα του εφαρμοζόμενου μέτρου υπερισχύουν εκείνων, που επιφέρει ένα άλλο μέτρο, πρέπει η εκλεγμένη ρύθμιση να θεωρηθεί ως μη αναγκαία. 
Η αρχή της αναλογικότητας εν στενή έννοια, επιτάσσει, ότι μεταξύ του συγκεκριμένου νομοθετικού ή διοικητικού μέτρου και του επιδιωκόμενου (νομίμου) σκοπού πρέπει να υπάρχει μια εύλογη σχέση. Αυτή η σχέση υπάρχει, όταν το λαμβανόμενο μέτρο είναι κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, συνεπάγεται κατ’ ένταση και διάρκεια τα λιγότερα δυνατά μειονεκτήματα για τον πολίτη και τέλος όταν τα συνεπαγόμενα μειονεκτήματα δεν υποσκελίζουν τα πλεονεκτήματα. Η αρχή της ελάχιστης δυνατής προσβολής ή του ηπιότερου μέτρου, επιβάλλει στην διοίκηση μεταξύ των περισσότερων δυνατών μέτρων να επιλέγει το ηπιότερο, εκείνο δηλαδή, που θα επιβαρύνει λιγότερο το άτομο και το κοινωνικό σύνολο. Η αρχή του ηπιότερου μέτρου απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου και συνιστά σύνθεση των αρχών της ισότητας και της επιείκειας. 
Η αρχή της αποφυγής των ασύμμετρων ή δυσανάλογων συνεπειών παραπέμπει στην στάθμιση κόστους –οφέλους και εξετάζει την προσφορότητα στη σχέση μέσου και επίτευξης του στόχου. Βάσει αυτής, οι αναμενόμενες δυσμενείς συνέπειες του μέτρου πρέπει συγκρινόμενες με τον επιδιωκόμενο από τον νόμο σκοπό, να τελούν σε αναλογία προς αυτόν. Η απαγόρευση της χρονικής υπερβολής επικεντρώνεται στην διάρκεια των κρατικών ενεργειών. Βάσει αυτής, ένα μέτρο θεωρείται επιτρεπτό για τόσο χρονικό διάστημα, όσο απαιτείται για την επέλευση των νομικών συνεπειών του, μέχρις ότου, δηλαδή επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός ή να γίνει εμφανής η αδυναμία πραγματοποίησης. Στην έννοια της αναλογικότητας εντάσσεται και η έννοια της στάθμισης συμφερόντων, στις περιπτώσεις σύγκρουσης, όταν οι ανώτερες αξίες υπερτερούν και οι κατώτερες αξίες υποχωρούν. 
Η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κατ’ αρχήν δέσμευση της νομοθετικής εξουσίας, η οποία κατά την ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων στα πλαίσια των επιταγών του συντάγματος και ιδίως στις περιπτώσεις νομοθετικού περιορισμού της ιδιωτικής και κοινωνικής αυτονομίας, επιβάλλεται να αποφεύγει την θέσπιση δυσανάλογων ρυθμίσεων. Τέλος, ο σεβασμός της αρχή σε αυτό το πρώτο επίπεδο εφαρμογής της, δηλαδή κατά την θέσπιση ενός τυπικού νόμου από τον νομοθέτη, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς δεν διασφαλίζει μόνο την συνταγματικότητα του τυπικού νόμου αλλά προωθεί ταυτόχρονα και την ασφάλεια δικαίου, στο μέτρο, που η στάθμιση του νομοθέτη λειτουργεί ως πρόκριμα για τον in concreto έλεγχο κατά την εφαρμογή του νόμου. Ομοίως από το άρθρο 1 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει η δέσμευση όλων των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας από την αρχή της αναλογικότητας. Είναι σαφές, ότι η σημασία τις αρχής αναδεικνύεται ιδίως στις περιπτώσεις, στις οποίες τα εκτελεστικά όργανα δικαιούνται σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις να ενεργούν κατά διακριτική ευχέρεια. Αντίστοιχα, η υποχρέωση σεβασμού της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας σε δικαιοδοτικό επίπεδο προκύπτει σαφώς από τον συνδυασμό των άρθρων 1 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος.
Όπως δέχτηκε και το Συμβούλιο της Επικρατείας στην υπ’ αριθμόν 1975/1991 απόφαση του (Δ Τμήμα), τα μέτρα, που λαμβάνονται για την προστασία της εθνικής οικονομίας δεν θίγουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ.1 Σ) και την προστατευόμενη εκ του Συντάγματος ελευθερία των συλλογικών διαπραγματεύσεων, όταν έχουν χαρακτήρα παροδικό, χρονικά δηλαδή ορισμένο. 

V. Παραμερισμός Ελληνικού Κοινοβουλίου από αντισυνταγματική Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου. 
Πράξεις νομοθετικού περιεχομένου εκδίδονται μόνον «σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου ...», κάτι το οποίο εν προκειμένω προφανώς και δεν ισχύει. [Ειδικότερα οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου ανήκουν στην εξαιρετική και όχι τακτική νομοθετική διαδικασία, διότι εκδίδονται σε έκτακτες και επείγουσες περιπτώσεις. Αυτός είναι και ο λόγος που συχνά στην θεωρία αποκαλούνται ‘εξαιρετικό δίκαιο’ ή ‘δίκαιο της ανάγκης». Η έκδοση των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου προβλέπεται στο Σύνταγμα στο άρθρο 44 §1Σ. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, σε περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και έκτακτης ανάγκης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, είναι δυνατόν να εκδώσει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Οι πράξεις αυτές πρέπει να υποβληθούν στην Βουλή για κύρωση, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία σαράντα (40) ημερών από την έκδοσή τους, ή αν η Βουλή δεν βρίσκεται σε σύνοδο μέσα σε σαράντα ημέρες από την σύγκλησή της σε σύνοδο. Εάν οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου δεν υποβληθούν στην Βουλή για κύρωση, μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα ή αν δεν κυρωθούν από το Κοινοβούλιο εντός τριών (3) μηνών, τότε παύουν να ισχύουν, όμως μόνο για το μέλλον. Οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, παρέχουν την δυνατότητα στην εκτελεστική εξουσία, να εκδίδει κανονιστικές πράξεις, χωρίς την προηγούμενη έκδοση τυπικού νόμου, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει με ταχύτητα και ευελιξία έκτακτες καταστάσεις. Οι πράξεις αυτές έχουν κανονιστικό χαρακτήρα και αν κυρωθούν εκ των υστέρων από την Βουλή αποκτούν μορφή τυπικού νόμου, ενώ η ισχύς τους επεκτείνεται χρονικά]. 
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ το καθεστώς της διαθεσιμότητας συνεπάγεται απομάκρυνση του υπαλλήλου από την εργασία του, παράλυση της υπαλληλικής του σχέσης και ισοδυναμεί κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό με μια sui generis απόλυση υπό προθεσμία, άλλως με μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, η οποία τυγχάνει προδήλως παράνομη και αντίθετη προς θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις και αρχές και το κοινοτικό ευρωπαϊκό δίκαιο. 
ΗΛΙΑΣ Δ. ΚΟΛΛΥΡΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ - ΝΟΜΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ 
Διδάκτωρ Διοικητικού Δικαίου Πανεπιστημίου Χαϊδελβέργης Γερμανίας 
LL.M. Διοικητικού Δικαίου Universitaet Heidelberg 
LL.M. Διοικητικού Δικαίου Νομικής Αθηνών 
1ος Υπότροφος Ι.Κ.Υ. (τομέας Δημοσίου Δικαίου, έτη 2002-2007) 
Μέλος της Επιστημονικής Εταιρίας Δημοσιονομικού Δικαίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου