Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Αναμόρφωση της Δημόσιας Διοίκησης μέσω ΚΑΙ της αξιολόγησης

Επιχειρώντας να εκφράσω μια διαφορετική άποψη στο θέμα της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, άποψη που αντικρούει το επιχείρημα της κυβέρνησης για άρνηση των συνδικαλιστών να συμμετέχουν στην αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, θα επιχειρήσω να θίξω με συντομία καίρια ζητήματα που άπτονται του προτεινόμενου τρόπου αξιολόγησης.
Στόχος της προσπάθειας αυτής είναι να δώσω έναυσμα για προβληματισμό και όχι για άγονες αντιπαραθέσεις. Καταρχήν τάσσομαι υπέρ της άποψης που απαιτεί άμεση εφαρμογή ενός δίκαιου και αποτελεσματικού συστήματος αξιολόγησης στο Δημόσιο Τομέα.
Άποψη στην οποία συγκλίνει η πλειοψηφία των εργαζομένων στο δημόσιο όταν αίρονται οι επιφυλάξεις και η καχυποψία για το σύστημα αξιολόγησης που το ίδιο το υπουργείο συντηρεί και υποδαυλίζει μετατρέποντας την αξιολόγηση σε έναν εύσχημο τρόπο για απολύσεις.
Η αξιολόγηση του προσωπικού αποτελεί μία από τις βασικές προϋποθέσεις για την εξυγίανση και αναβάθμιση του δημοσίου τομέα ώστε αυτός να καταφέρει να ανταπεξέλθει στον πολυδιάστατο και κρίσιμο, για την ευημερία των πολιτών ενός τόπου, ρόλο του.
Δεν αποτελεί πανάκεια ωστόσο και από μόνη της δεν θα καταφέρει αξιόλογες αλλαγές. Τα προβλήματα της δαιδαλώδους γραφειοκρατίας, της πολυνομίας, της αδιαφάνειας στις διοικητικές διαδικασίες, των πολιτικών παρεμβάσεων και της απουσίας σαφών στόχων στη διοικητική διάρθρωση του Δημοσίου θα συνεχίζουν να υπονομεύουν οποιαδήποτε προσπάθεια αναβάθμισης του. Για να αναδειχτεί και να τονιστεί ο σημαντικός ρόλος του δημοσίου στη ζωή των πολιτών και το μέλλον της χώρας θα πρέπει να δοθεί μέριμνα ταυτόχρονα και στους υπόλοιπους κρίσιμους παράγοντες.
Βέβαια, σημαντικός θεωρείται ο ρόλος του δημοσίου από όσους απαιτούν δημόσιο χαρακτήρα στα παρεχόμενα αγαθά. Και από αυτόν τον κοινό τόπο θα πρέπει να ξεκινήσει οποιοσδήποτε διάλογος περί αναβάθμισης. Διαφορετικά δεν θα πετύχουμε ποτέ συμφωνία μια και οι στόχοι θα είναι διαφορετικοί.
Ένα πρώτο σημείο στο οποίο επιβάλλεται να σταθεί κανείς, αναφορικά με την εφαρμογή οποιουδήποτε τρόπου αξιολόγησης, είναι οι κρίσεις των αξιολογητών. Η προβλεπόμενη διαδικασία κρίσεων προϊσταμένων (τμηματαρχών, διευθυντών και γενικών διευθυντών) από τα υπηρεσιακά συμβούλια, σύμφωνα με το Ν. 3258/2007, δεν εφαρμόζεται. Αντ’ αυτού λαμβάνουν χώρα αναθέσεις με εντολές των πολιτικών προϊσταμένων με κριτήρια –όχι σπάνια- τις προσωπικές σχέσεις και την κομματική ταυτότητα.
Και αν το υπουργείο θεωρεί ύψιστη υποχρέωσή του να αξιολογήσει το προσωπικό του δημοσίου προκειμένου να εισάγει αξιοκρατία και διαφάνεια στο δημόσιο γιατί άραγε δεν επιδεικνύει και τον αντίστοιχο ζήλο στην εκτίμηση των αξιολογητών του;
Χωρίς την απαραίτητη προϋπόθεση να έχουν οι κρίνοντες ορθά κριθεί ο καθένας μπορεί να καταλάβει ότι το οικοδόμημα της αξιολόγησης υπονομεύεται εν τη γενέσει του.
Ένα δεύτερο σημείο στο οποίο θέλω να σταθώ, είναι η λειτουργία του ΑΣΕΠ, το οποίο καθώς πρόκειται για ανεξάρτητη αρχή μπορεί να υποστηρίξει ρόλο αδιάβλητου κριτή. Προτείνω ενίσχυση του ρόλου του και ενεργό εμπλοκή του στην προτεινόμενη αξιολόγηση. Θα μπορούσαν να οργανωθούν ανά περιφέρεια επιτροπές που λαμβάνοντας υπόψη και τις εκάστοτε τοπικές ιδιαιτερότητες θα αξιολογήσουν καταρχήν τις δομές και στη συνέχεια τους αξιολογητές δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην ικανότητα εξυπηρέτησης του πολίτη, την διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού, και της καλής πρακτικής και σύννομης συμπεριφοράς .
Αναρωτιέμαι επίσης γιατί δεν εφαρμόζεται ο Νόμος 3230/2004 στην πυραμίδα της ιεραρχίας στο Δημόσιο. Ο Νόμος αυτός έχει πολλά θετικά σημεία όπως για παράδειγμα οι δείκτες μέτρησης αποδοτικότητας (χρόνος ανταπόκρισης στα αιτήματα των πολιτών, ποσοστό ικανοποίησης των παραπόνων, εφαρμογή νέων τεχνολογιών, κόστος διαχείρισης και ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών). Τα κριτήρια που εισάγει είναι αντικειμενικά και πουθενά δεν αναφέρονται στο υπό ψήφιση νομοθέτημα-διάλυση του δημόσιου τομέα.
Εισηγούμαι την παρακολούθηση και υλοποίηση των στόχων καταρχήν από τους προϊσταμένους των οργανικών μονάδων και των τελευταίων από το ΑΣΕΠ, χωρίς την δυνατότητα οποιασδήποτε πολιτικής παρέμβασης και κατόπιν την ενημέρωσης των εργαζομένων για την στοχοθεσία. Κρίνω τα ζητήματα της επιμόρφωσης και της νομικής ενημέρωσης των εργαζομένων εξαιρετικά ουσιώδη για την τήρηση και ορθή εφαρμογή των νόμων. Θεωρώ επίσης καίριας σημασίας την απλοποίηση των διοικητικών διαδικασιών (η οποία επίσης προβλέπεται από το Ν. 3230/2004) παρά την τακτική του κράτους να προσθέτει συνεχώς χρονοβόρες και ανούσιες διαδικασίες με το πρόσχημα της διαφάνειας χωρίς όμως ποτέ να αξιολογεί την επίτευξη του στόχου.
Η αξιολόγηση τέλος οφείλει να διαφέρει ανάλογα με την κατηγορία ,την ειδικότητα και τον στόχο ώστε να προωθεί την αξιοποίηση κάθε εργαζόμενου και όχι την ρατσιστική περιθωριοποίηση του 15% ,ανεξαρτήτως συνθηκών, των κριθέντων ανεπαρκών και υπό απόλυση εργαζομένων.
Με αυτή τη σύντομη αναφορά σε κάποια ζητήματα της αξιολόγησης θέλω να εισάγω προβληματισμό πριν την ψήφιση του επίμαχου νομοσχεδίου για την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, εκτιμώντας πως η ποσόστωση που προβλέπεται θα κριθεί, εφόσον ψηφισθεί, αντισυνταγματική. Το υπό ψήφιση νομοσχέδιο αποτελεί ταφόπλακα για το έτσι και αλλιώς υπό διάλυση δημόσιο και μια ακόμα προσφορά στο κομματικό κράτος, την εξάρθρωση του οποίου αφήνουμε να ευαγγελίζονται οι πολιτικοί που το εκτρέφουν.

Του Αντώνη Μαρκάκη Προέδρου Συλλόγου Υπαλλήλων Περιφέρειας Κρήτης Ν.Ηρακλείου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου